-
1 снизу
από κάτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снизу
-
2 снизу
снизунареч1. (с нижней стороны) ἀπό κάτω, ἀποκάτω:посмотреть \снизу βλέπω ἀπό κάτω· вид \снизу ἄποψη ἀπό τά κάτω· \снизу вверх ἀπό κάτω προς τά πάνω·2. (по почину масс) ἀπό τά κάτω:критика \снизу ἡ κριτική ἀπό τά κάτω· ◊ \снизу доверху ἀπό κάτω ὡς πάνω. -
3 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
4 снизу
επίρ. από κάτω, εκ των κάτω•снизу дует από κάτω φυσά.
|| κάτω απο, υπό• — дерева κάτω από το δέντρο.εκφρ.снизу вверх смотреть на кого – σέβομαι κάποιον•снизу доверху – από τα κάτω ως τα πάνω (από τα απλά μέλη ως τα ανώτατα• σ όλη την ιεραρχία ή κλίμακα). -
5 под...
под..., подо..., подъ...(πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь. -
6 подъ...
под..., подо..., подъ...(πρόθεμα)I.Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.II.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь. -
7 из-под
из-под 1) από, κάτω από приехать \из-под Тулы έρχομαι από Τούλα 2) (для) για, από, коробка \из-под конфет το κουτί από σοκολατένια* * *1) από, κάτω απόприе́хать из-под Ту́лы — έρχομαι από Τούλα
2) ( для) για, απόкоро́бка из-под конфе́т — το κουτί από σοκολατένια
-
8 из-под
из-подпредлог с род. п.1. (откуда) Ιΐπό) κάτω, κάτωθεν:\из-под стола (ἀπό) κάτω ἀπ' τό τραπέζι·2. (для) γιά, διά, ἀπό:коробка \из-под конфет κουτί ἀπό καραμέλλες· ◊ -носу разг κάτω ἀπ' τήν μύτη· \из-под па́лки разг μέ τό ζόρι, μέ τό στανιό. -
9 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
10 подлить
подолью, подольшь, παρλθ. χρ. подлил, -ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ. подлей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлитый κ. подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. подлитоρ.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο•подлить соус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα•
подлить вина в стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι.
|| χύνω, ρίχνω από τα κάτω•подлить воду под колесо ρίχνω νερό κάτω από τον τροχό.
εκφρ.масло в огонь – ρίχνω λάδι στη φωτιά (επιδεινώνω (παροξύνω) την κατάσταση.χύνομαι, ρίχνομαι από κάτω. -
11 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
12 подбой
-я α.1. κάρφωμα, χτύπημα, βάλσι-μο, πέρασμα•подбой подмток το πέρασμα σολών.
2. υπορραφή, φοδράρισμα, υπένδυση.3. χτύπημα από κάτω• ρίξιμο από τα κάτω.4. υλικό σο-λών, ντακουν ιών.5. υπένδυση, φόδρα. || η εσωτερική ή η κάτω πλευρά. || επένδυση εσωτερικού ή κατώτερου μέρους (με σαν ίδες κλπ.).6. εγχάραγμα. -
13 поддеть
поддеть 1ρ.σ.μ.1. ανυψώνω αγκιστρώνοντας. || παίρνω, πιάνω από κάτω.2. υφαρπάζω, πιάνομαι, γαντζώνομαι, δράττομαι, επωφελούμαι(από λέξη, λόγο, λάθος κάποιου).3. μτφ. απατώ, εξαπατώ, ξεγελώ.4. μτφ. (απλ.)• αποκτώ, βρίσκω•где ты эту красавицу -ел? που τη βρήκες αυτήν την πεντάμορφη;
поддеть 2ρ.σ.μ. υπενδύω, ντύνω από κάτω φοδράρω. -
14 низ
-а (-у), προθετ. о низе, на низу πλθ. низы α.1. το κάτω μέρος•низ здания το κάτω μέρος του κτιρίου•
от -а до верха από κάτω ως επάνω.
|| το εισώγειο.2. ο κάτω ρους.3. πλθ. -ы τα κατώτερα στρώματα(της κοινωνίας, οργάνωσης κ.τ.τ.)• народные -ы τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.4. οι χαμηλές μουσικές νότες. -
15 башня
ο πύργος· водонапорная - ύδρευσης, ο υδατόπυργος- крана - του γερανού, η βάση του γερανού σε σχήμα πύργουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > башня
-
16 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
17 подставить
-
18 снизу
-
19 подкладывать
подкладыватьнесов1. (подо что-л.) βάζω ἀπό κάτω, θέτω:\подкладывать поду́шку под голову βάζω τό μαξιλάρι κάτω ἀπό τό κεφάλι·2. (прибавлять) βάζω, ρίχνω, προσθέτω:\подкладывать дрова в печь ρίχνω λίγα καυσόξυλα στήν σόμπα· ◊ \подкладывать свинью кому́-л. разг κάνω βρωμοδουλειά σέ κάποιον, καταφέρνω μιά δουλειά σέ κάποιον. -
20 исподнизу
επίρ.από κάτω, από το κάτω μέρος.
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… … Dictionary of Greek
Κάτω Παναγιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Άρτας. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άραχθου και είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Άρτας. Κτίσμα των μέσων του 13oυ αι., ιδρύθηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Δούκα B’ (1231 71)· … Dictionary of Greek
Κάτω Μητρουσίου, δήμος — Νέος δήμος (6.402 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Προβατά, Αναγεννήσεως, Άνω Καμήλας, Βαμβακιάς, Μητρουσίου και Μονοκκλησιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε … Dictionary of Greek
Κάτω Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (4.375 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Πυργετού, Αιγάνης, Κρανέας και Ραψάνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Πυργετός … Dictionary of Greek
Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… … Dictionary of Greek
Αυστρία, Κάτω — (Nieder Österreich). Κρατίδιο (19.170 τ. χλμ., 1.549.640 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει ολόκληρο το βορειοανατολικό τμήμα. Πρωτεύουσα είναι το Ζανκτ Πέλτεν (49.272 κάτ. το 2001), ενώ στο έδαφός της… … Dictionary of Greek
Ζάκρος, Κάτω — Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου. Στη θέση του οικισμού, στη μέση περίπου της ανατολικής ακτής της Κρήτης, υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και το τέταρτο σε μέγεθος κρητικό … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek